Δυνητικά τοξικά στοιχεία σε ευρωπαϊκά εδάφη χαρτογραφήθηκαν από ερευνητές
Επειδή κατά καιρούς πέφτουν στα χέρια μας διάφορες «μελέτες» μόνο για την δημιουργία εντυπώσεων και πανικού και φυσικά καταφέρνουν εύκολα να διαδοθούν στα ΜΜΕ παρακάτω σας παραθέτω μια νέα μελέτη που με βεβαιότητα δεν θα συναντήσετε σχεδόν πουθενά. Σήμερα μόλις δημοσιεύτηκε από τη διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρόκειται για μία πολύ σοβαρή και σημαντική μελέτη για το περιβάλλον.
Την πρωτότυπη δημοσίευση μπορείτε να την βρείτε εδώ. Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, τα επίπεδα των χημικών στοιχείων που απαντώνται στα ευρωπαϊκά γεωργικά εδάφη χαρτογραφήθηκαν και βρέθηκε πως σε πολλά μέρη, υπήρχαν ασυνήθιστα υψηλές συγκεντρώσεις που συνδέονται με τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής, όπως τα υψηλά επίπεδα αρσενικού στο Massif στα κεντρικά της Γαλλίας. Η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η αιτία των υψηλών συγκεντρώσεων σε μερικές κατοικημένες περιοχές, όπως για παράδειγμα οι συγκεντρώσεις υδραργύρου που βρέθηκαν κοντά στο Λονδίνο και το Παρίσι. Οι μη φυσιολογικές συγκεντρώσεις, τόσο οι πολύ χαμηλές όσο και υπερβολικά υψηλές, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν περιβαλλοντικούς κινδύνους. Τα νέα αυτά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με τον κανονισμό REACH1 και θα βοηθήσουν στον εντοπισμό περιοχών όπου ενδέχεται να χρειαστεί δράση σε σχέση με τοξικά στοιχεία στο περιβάλλον.
Το έργο GEMAS (γεωχημική χαρτογράφηση γεωργικών εδαφών) δημιουργήθηκε για να παράσχει ποιοτικά και συγκρίσιμα στοιχεία για τα επίπεδα μετάλλων σε γεωργικά εδάφη και βοσκοτόπια. Στο πλαίσιο αυτής της μεγάλης σε κλίμακα μελέτης, ελήφθησαν δείγματα εδάφους από ορυχεία σε 33 ευρωπαϊκές χώρες και αναλύθηκαν για 53 στοιχεία. Αυτές περιλαμβάνουν 28 δυνητικά τοξικά στοιχεία (PTE), όπως το αρσενικό, ο υδράργυρος και το χρώμιο, καθώς και οκτώ ακόμη που είναι υπό παρακολούθηση για την τοξικότητά τους (HTCEs). Με βάση αυτές τις εργασίες, οι ερευνητές διαπίστωσαν χαμηλές, κανονικές και υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων σε ευρωπαϊκά εδάφη. Η μελέτη είναι η πρώτη που καθορίζει τα βασικά επίπεδα των HTCE στην Ευρώπη, τα οποία περιλαμβάνουν το συστατικό της μπαταρίας λιθίου, πολλά από τα λεγόμενα στοιχεία σπάνιων γαιών (π.χ. λανθάνιο και δημητρίου) και το θάλλιο, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών και παλιότερα ως δηλητήριο για αρουραίος και εντομοκτόνο.
Διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των εδαφών βόρειας και νότιας Ευρώπης όσο αναφορά τις συγκεντρώσεις των στοιχείων. Τα εδάφη της Βόρειας Ευρώπης σχηματίσθηκαν μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων, περίπου 6000 - 8000 χρόνια πριν, ενώ η νότια Ευρώπη έχει πολύ παλαιότερα εδάφη. Αυτό σημαίνει ότι τα διαφορετικά επίπεδα στοιχείων είναι φυσιολογικά σε κάθε περιοχή, λόγω ενός διαφορετικού ιστορικού των καιρικών συνθηκών. Αυτές οι γεωχημικές τιμές υποβάθρου πρέπει να παρέχουν τη βασική γραμμή για την επισήμανση ανωμαλιών.
Οι ερευνητές συνέκριναν τα ευρήματά τους με τις υπάρχουσες τιμές κατευθυντήριων γραμμών για το έδαφος για τις επιπτώσεις αυτών των στοιχείων όπως καθορίζονται από τις αρχές των επιμέρους κρατών μελών. Αυτά τα επίπεδα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αρχικές τιμές για την εκτίμηση κινδύνου (συντηρητικό επίπεδο κάτω από το οποίο δεν αναμένονται δυσμενείς επιπτώσεις) ή ως συγκεντρώσεις καθαρισμού (όριο παρέμβασης για συγκεκριμένη χρήση γης). Οι τιμές μπορούν να εξαρτώνται από τις οικοτοξικολογικές επιπτώσεις του στοιχείου, αλλά και από την προβλεπόμενη χρήση της γης ή από τη δυνατότητα μόλυνσης των υπόγειων υδάτων. Τα ασφαλή επίπεδα είναι συγκεκριμένα ανάλογα με το μέρος που συναντούνται, καθώς τα στοιχεία μπορεί να είναι πιο τοξικά σε ορισμένους τύπους εδάφους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και για ορισμένα στοιχεία καθορίζονται οι μέγιστες τοξικές συγκεντρώσεις, η μικρές συγκεντρώσεις που επίσης μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα δεν λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές περιβάλλοντος και υγείας. Για παράδειγμα για πολλά ιχνοστοιχεία, όπως το κοβάλτιο, ο χαλκός, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος, η έλλειψη είναι πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα σε ευρωπαϊκή κλίμακα από την τοξικότητα που προκαλούν, καθώς οδηγεί σε ασθένειες και σε χαμηλή παραγωγικότητα ζώων και φυτών.
Στην πλειονότητα των δειγμάτων που παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων, η προέλευση φαίνεται να είναι φυσική, που συνδέεται με ασυνήθιστους τύπους βράχων, κοιτάσματα ορυκτών, κλιματικές επιπτώσεις ή βλάστηση. Για παράδειγμα, υψηλά επίπεδα μολυβδαινίου, που μπορεί να προκαλέσει ασθένεια στα πρόβατα και σε άλλα ζώα, εμφανίζονται υπό φυσιολογικές συνθήκες σε μέρη της Σκανδιναβίας και της Κροατίας.
Σε ορισμένες περιοχές, οι υψηλές συγκεντρώσεις είναι πιθανό να οφείλονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η αστική ανάπτυξη, η βιομηχανική δραστηριότητα, η εξορυκτική βιομηχανία και η γεωργία. Για παράδειγμα, υψηλά επίπεδα μόλυβδου, Άργυρου και υδραργύρου βρέθηκαν κοντά στο Λονδίνο και το Παρίσι. Στους αμπελώνες της Νότιας Ευρώπης, όπου ο θειικός χαλκός χρησιμοποιείται από καιρό ως μυκητοκτόνο, ανιχνεύθηκαν υψηλά επίπεδα χαλκού, γεγονός που υποδηλώνει μακροχρόνια ρύπανση του εδάφους. Σημαντικές ανωμαλίες τοπικής κλίμακας καταγράφηκαν επίσης κοντά σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και στη βιομηχανία μετάλλων.
Παρόλο που ο χάρτης επισημαίνει περιοχές με υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων, αυτά τα δεδομένα από μόνα τους δεν μπορούν να καθορίσουν την αιτία. Επίσης οι χάρτες που δημιουργήθηκαν δεν εκτιμούν το μέγεθος των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος. Απαιτούνται ειδικές γνώσεις για τον εντοπισμό της πηγής υψηλών επιπέδων και τοξικότητας (ή ανεπάρκειας) των στοιχείων. Αν και τα δεδομένα GEMAS είναι χρήσιμα για την ένδειξη των κανονικών επιπέδων στοιχείων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η συλλογή δεδομένων σε τοπικό επίπεδο εξακολουθεί να είναι αναγκαία για την ανίχνευση, τη διαμόρφωση και την παρακολούθηση της μόλυνσης κοντά σε οποιαδήποτε δεδομένη πηγή.
Τα ασφαλή όρια δεν είναι γνωστά για πολλά από τα παρατηρούμενα στοιχεία. Οι επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την τοξικότητα είναι διαθέσιμες μόνο για 14 από τα στοιχεία που μελετήθηκαν, αλλά επί του παρόντος υπάρχουν μόνο επαρκείς πληροφορίες για τα μισά από αυτά για να επιτρέπεται η εκτίμηση επικινδυνότητας για κάθε τοποθεσία.
Οι χάρτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επισήμανση τόπων όπου απαιτείται περαιτέρω έρευνα. Οι ερευνητές προτείνουν περαιτέρω δειγματοληψία γύρω από μεγάλες πόλεις και γνωστές πηγές μόλυνσης, όπως η βιομηχανική δραστηριότητα και οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής. Τα αποτελέσματα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό περιοχών όπου τα εδάφη είναι ανεπαρκή σε συγκεκριμένα ιχνοστοιχεία, όπως το κοβάλτιο, ο χαλκός, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος, για την γεωργία. Περιοχές που εμφανίζουν χαμηλές φυσικές συγκεντρώσεις στοιχείων μπορεί επίσης να είναι χρήσιμες για την παρακολούθηση της διάχυτης ρύπανσης σε ευρωπαϊκή κλίμακα.