top of page

Οι μόνοι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουμε πολύ καλά.


Τις τελευταίες εβδομάδες είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ σε δύο εκδηλώσεις σχετικές με την ψυχική υγεία. Η πρώτη ήταν στην Αθήνα, στην 1η Πανευρωπαϊκή Συνάντηση Αθλητισμού και Ψυχικής Υγείας και η δεύτερη στις 10 Οκτωβρίου στον Βόλο σε εκδηλώσεις ευαισθητοποίησης για την «Ημέρα Ψυχικής Υγείας». Ομολογώ πως ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Οι δύο ρόλοι που είχα σε αυτές τις εκδηλώσεις ως εμψυχωτής ανθρώπων με θέματα ψυχικής υγείας, αλλά και ως συναθλητής τους στα διάφορα δρώμενα μου επέτρεψαν να ζήσω πολύπλευρα αυτή την εμπειρία και μου δημιουργήθηκαν κάποιες σκέψεις που θα ήθελα να τις μοιραστώ μαζί σας.


Όταν κάποιος συναντάει έναν ψυχίατρο ή ψυχολόγο σε ένα κοινωνικό γεγονός, συνήθως είτε θα σκεφτεί να προσέχει πολύ καλά τι θα λέει για να μην αποκαλύψει πολλά για τον ψυχισμό του ή θα αρχίσει να μιλάει ακατάπαυστα για ότι τον απασχολεί (συζύγους, γονείς, συναδέλφους κτλ.) προσδοκώντας να πάρει απαντήσεις και μία καθοδήγηση. Είναι λίγο περίεργο, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι είναι γρήγοροι στο να αναγνωρίζουν την πανταχού παρουσία όσων μπορούν να επωφεληθούν από την προσοχή ενός ψυχολόγου, εκφράζοντας παράλληλα μια βαθιά απροθυμία να την αναζητήσουν επαγγελματικά, επισκεπτόμενη έναν τέτοιο ειδικό.

Αυτή η απροθυμία είναι κατανοητή. Αν και οι περισσότεροι από εμάς επιθυμούν υποστήριξη, κατανόηση και ανθρώπινη σύνδεση, ανησυχούμε επίσης ότι αν αποκαλύψουμε τον αληθινό εαυτό μας, θα κριθούμε, θα επικριθούμε ή θα νιώσουμε απόρριψή με κάποιο τρόπο. Και ακόμη χειρότερα –ανησυχούμε ότι εάν ξεγυμνώσουμε τον εαυτό μας σε έναν ψυχίατρο, μπορεί να αποκαλυφθεί πως είμαστε τρελοί, θα μας κλείσουν σε ένα άσυλο, θα μας αναγκάσουν να παίρνουμε φάρμακα ή να φορέσουμε μία ζουρλομανδύα. Αυτός ο φόβος είναι μέρος μίας υστερικής ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, που μαζί με τις αδυναμίες μας και τους αγώνες που δίνουμε να εξηγήσουμε όλα τα ανεξήγητα που συμβαίνουν γύρω μας στην πραγματικότητα μας κρατούν μακριά από μία ιδανική ψυχική υγεία, που δεν μπορεί και να υπάρξει.


Όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινώντας από τον καιρό που έκανα το μεταπτυχιακό μου στις Ψυχαναλυτικές σπουδές, όταν δούλευα ως ψυχολόγος στον στρατό, μετέπειτα ως εμπνευστής της πρωτοβουλίας «Οικοδράσεις για Όλους» και τώρα ως εμψυχωτής ανθρώπων που ζούνε με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως η μεγαλύτερη πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι να αποδεχτούμε πως άνθρωπος με τέλεια ψυχική υγεία δεν υπάρχει. Για αυτό το λόγο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού - ίσως και η πλειοψηφία - μπορεί να ωφεληθεί από κάποια μορφή φροντίδας ψυχικής υγείας, αλλά πάρα πολλοί από εμάς φοβούνται πως οι ψυχολόγοι μαζί με τους ψυχιάτρους είναι σε αποστολή να παθολογίσουν φυσιολογικά άτομα έχοντας κάποιο δυστοπικό σχέδιο που τροφοδοτείται από την απληστία της φαρμακευτικής βιομηχανίας, προκειμένου να διοχετευθούν στον ευρύτερο πληθυσμό φάρμακα για να μας ελέγχουν. Με άλλα λόγια, αυτό που υποστηρίζουν πολλοί (μερικούς από αυτούς τους έχουμε και στην βουλή) είναι ότι μας ψεκάζουν!


Είναι αλήθεια ότι το πεδίο της ψυχιατρικής έχει εκσυγχρονιστεί σημαντικά τον περασμένο αιώνα. Πριν από εκατό χρόνια, το επάγγελμα είχε μια σχεδόν αποκλειστική εστίαση στην περίθαλψη ασθενών με αγιάτρευτες εκείνη την εποχή ψυχιατρικές ασθένειες που οι νοσούντες κατέληγαν στα άσυλα της εποχής εκείνης. Αντίθετα στις μέρες μας η ψυχιατρική πρακτική περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των ανθρώπων αυτών στα γραφεία των ειδικών και με την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή σε μία σαφώς καλύτερη από ποτέ ποιότητα ζωής.

Η έλευση της ψυχοθεραπείας, ξεκινώντας με την άφιξη της ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόιντ στις αρχές του 20ού αιώνα, οδήγησε τη στροφή. Η ικανότητα αντιμετώπισης των λιγότερο σοβαρών μορφών ψυχοπαθολογίας - όπως το άγχος και οι αποκαλούμενες διαταραχές προσαρμογής που σχετίζονται με τους στρεσογόνους παράγοντες της ζωής - με την θεραπεία του «καναπέ» είχε βαθιές επιδράσεις στο πως μπορούμε να βοηθήσουμε τα άτομα αυτά ξεκινώντας από την κεντρική Ευρώπη και σχεδόν ταυτόχρονα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι πρώιμες μορφές ψυχοθεραπείας άνοιξαν το δρόμο για την αλλαγή της νοοτροπίας μας σχετικά με την ψυχική υγεία. Με βάση αυτά τα νέα δεδομένα σιγά σιγά απορρίφτηκαν τα σκληρά όρια της ψυχικής ασθένειας υπέρ μιας άποψης που αναγνώρισε τη δυνατότητα για κάποιο βαθμό ψυχικής διαταραχής να υπάρχει σχεδόν σε όλους. Οι παρεμβάσεις συνιστούσαν όχι μόνο επισκέψεις στο γραφείο του ψυχιάτρου, αλλά πλέον σε μια πλειάδα ειδικών όπως ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, εμψυχωτές, αλλά ακόμη και ευρύτερα, με την συμμετοχή σχολείων και δομών υποστήριξης παρέχοντας σχετική βοήθεια.


Στη σύγχρονη εποχή, η ψυχοθεραπεία έχει απομακρυνθεί από την παραδοσιακή ψυχανάλυση προς όφελος πιο πρακτικών, βραχυπρόθεσμων θεραπειών: για παράδειγμα, η συστημική αντιμετώπιση διερευνά τις ασυνείδητες συγκρούσεις και την υποκείμενη δυσφορία σε εβδομαδιαία βάση, ενώ η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία που θέτει συγκεκριμένους στόχους χρησιμοποιεί τεχνικές συμπεριφοράς για να επιλύσει τις διαταραχές της σκέψης. Αυτές οι εξορθολογισμένες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές έχουν διευρύνει την πιθανή καταναλωτική βάση για ψυχιατρική παρέμβαση και έχουν επίσης διευρύνει το φάσμα των ειδικών που μπορούν να εκτελέσουν τη θεραπεία ώστε να συμπεριλάβουν όχι μόνο τους ψυχιάτρους, αλλά και τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, τους ψυχολόγους, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους οικογενειακούς θεραπευτές (σύμβουλοι γάμου, ευεξίας, personal trainners)

Με παρόμοιο τρόπο, τα νεότερα φάρμακα με λιγότερες παρενέργειες είναι πιο πιθανό να προσφέρονται σε άτομα με λιγότερο ξεκάθαρες ψυχιατρικές ασθένειες. Αυτά τα φάρμακα μπορούν να συνταγογραφούνται από έναν οικογενειακό γιατρό ή σε ορισμένες χώρες, από έναν ψυχολόγο.

Κοιτώντας τα τελευταία στατιστικά, είναι εύκολο να δούμε πώς η επέκταση της βοήθειας των ειδικών της ψυχικής υγείας στο πληθυσμό συχνά ερμηνεύεται ως απόδειξη ότι οι ειδικοί πιστεύουν ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι ψυχικά ασθενείς. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι μισοί ή ακόμη και περισσότεροι άνθρωποι στις ΗΠΑ για παράδειγμα θα καλύπτουν κάποια στιγμή στην ζωή τους τα κριτήρια που τίθενται προκειμένου κάποιος να χαρακτηριστεί ότι νοσεί από μία ψυχική διαταραχή και θα χρήζει βοήθεια. Για πολλούς, η ιδέα ότι μπορεί να είναι φυσιολογικό να νοσήσουν από μια ψυχική ασθένεια ακούγεται υπερβολικό στην καλύτερη περίπτωση ή στην χειρότερη ότι υπάρχει μία συνωμοσία που θέλουν να μας ελέγξουν όλους με φάρμακα. Ωστόσο, η διεύρυνση του πεδίου της ψυχιατρικής οδηγεί σε μια πεποίθηση - τόσο στους προσφέροντες βοήθεια αλλά και σε αυτούς που αναζητούν βοήθεια - ότι η ψυχιατρική μπορεί να βοηθήσει με μια όλο και μεγαλύτερη ποικιλία καταστάσεων.


Για να γίνει κατανοητό κάτι τέτοιο η διάγνωση της ψυχικής ασθένειας πρέπει να γίνει κατανοητό ότι έχει ένα μεγάλο φάσμα ή μία συνέχεια όπως και τα περισσότερα πράγματα στη φύση. Για παράδειγμα πολλές μορφές ψυχιατρικής διαταραχής, όπως η σχιζοφρένεια ή νευρολογικής μορφής όπως η βαριά άνοια, είναι τόσο σοβαρές - δηλαδή, αποκλίνουσες από την κανονικότητα - όπου σπάνια αμφισβητούνται αν αυτές είναι ασθένεια ή όχι. Άλλα σύνδρομα όμως, όπως η γενικευμένη διαταραχή άγχους, μπορεί να μοιάζουν περισσότερο με αυτό που για κάποιους φαίνεται μία έντονη ανησυχία, εντός των φυσιολογικών ορίων. Αλλά και οι ασθενείς μπορεί να διαμαρτύρονται για μεμονωμένα συμπτώματα όπως η αϋπνία ή η έλλειψη ενέργειας που ζούνε με απουσία άλλης ψυχικής διαταραχής. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχική ασθένεια επεκτείνεται σε περιοχές που μπορεί να είναι στα όρια του φυσιολογικού, αλλά εξακολουθούν να αμβλύνουν τη βέλτιστη καθημερινή λειτουργία του ατόμου που ζει με αυτά τα συμπτώματα. Είναι σαν να έχει κάποιος δέκατα για αρκετές εβδομάδες. Μπορεί να κάνει τα περισσότερα που πάντα έκανε με μία όμως δυσφορία. Το ερώτημα λοιπόν είναι παίρνει ένα αντιπυρετικό για να νιώθει καλύτερα ή το αφήνει να περάσει μόνο του;

H εικόνα της ψυχικής ασθένειας αντικατοπτρίζει πολλές φορές την υποκείμενη πραγματικότητα και έτσι αναπόφευκτα οδηγεί σε γκρίζες περιοχές όπου πρέπει να αποφασιστεί αν κάποιος έχει ή δεν έχει ψυχική διαταραχή με βάση την κρίση έμπειρων ιατρών. Στην ψυχιατρική, αυτές οι αποφάσεις εξαρτώνται συνήθως από το αν οι εγκλήσεις ενός ασθενούς σχετίζονται με σημαντική δυσφορία ή με διαταραγμένη λειτουργία στην καθημερινότητά του. Σε αντίθεση με τις ιατρικές διαταραχές όπου η νοσηρότητα συχνά καθορίζεται από φυσικούς περιορισμούς ή από την απειλή του επικείμενου θανάτου, η δυστυχία και η διαταραχή της κοινωνικής λειτουργίας που συνδέεται με την ψυχική ασθένεια μπορεί να είναι αρκετά υποκειμενική. Ακόμη και εκείνοι που βρίσκονται στο πιο ήπιο, λιγότερο σοβαρό τέλος του φάσματος των ψυχικών ασθενειών μπορούν να βιώσουν μεγάλη ταλαιπωρία και προβλήματα. Για παράδειγμα, κάποιος με ήπια κατάθλιψη μπορεί να μην είναι στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, αλλά θα μπορούσε πραγματικά να αγωνίζεται να ανταπεξέλθει στην εργασία του λόγω άγχους και κακής συγκέντρωσης. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να βιώσουν υποκλινικές καταστάσεις που υπολείπονται από τα κριτήρια που ισχύουν για να χαρακτηριστούν πως έχουν κάποιας μορφή ψυχικής διαταραχής, αλλά εξακολουθούν να μπορούν να επωφεληθούν από μία παρέμβαση είτε μιλώντας με ένα ειδικό, είτε βοηθούμενη από ένα συγκεκριμένο φάρμακο ή ακόμη και από τα δύο.


Έτσι, ενώ η ψυχιατρική διάγνωση είναι χρήσιμη για την κατανόηση από τι υποφέρει ο ασθενής και τη διαμόρφωση ενός θεραπευτικού σχεδίου, οι ψυχίατροι δεν χάνουν πολύ χρόνο για να περιγράψουν αν ένας ασθενής μπορεί να μπει κατηγορηματικά στη μία κατηγορία ή στην άλλη και αν αυτός ο ασθενής έχει μια συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή ή όχι. Ένας ασθενής πηγαίνει στον ιατρό γιατί νιώθει ότι νοσεί και ταλαιπωρείται χωρίς να μπορεί να το διαχειριστεί ψυχικά και ο κλινικός ιατρός προσπαθεί να ανακουφίσει αυτό που νιώθει ανεξάρτητα από συγκεκριμένες διαγνώσεις που βάζουν ταμπέλες σε μία ψυχολογική κατάσταση. Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές, οι λεπτομέρειες αυτές καθίστανται πιο σημαντικές για την τιμολόγηση των ασφαλιστικών ταμείων, όπου οι κλινικοί γιατροί μπορεί να παρά ερμηνέψουν από την πλευρά της διάγνωσης προκειμένου ο ασθενής να λάβει αποζημίωση και βοήθεια που διαφορετικά δεν θα την είχε, παρότι πραγματικά την χρειάζεται και ως κοινωνία οφείλουμε να την προσφέρουμε.

Αν και πολλοί αντιτίθενται στην αντίληψη της ψυχιατρικής και τις διαγνώσεις που κάνει, σπάνια ακούμε ανάλογες αντιδράσεις για τις άλλες ειδικότητες της ιατρικής. Βέβαια αυτό είναι περίεργο και οξύμωρο να συμβαίνει εάν αναλογιστούμε το εξής. Σχεδόν όλοι μας, σε κάποιο σημείο της ζωής μας, αναζητούμε τη φροντίδα από έναν γιατρό και λαμβάνουμε όλα τα φάρμακα, πολλές φορές χωρίς συνταγή, για μια φυσική ασθένεια. Εφόσον όμως μπορούμε να δεχτούμε ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να νοσήσουμε ιατρικά, όχι μόνο με απλές ασθένειες που διαρκούν λίγες μέρες όπως βήχας και κρυολογήματα, αλλά και χρόνιες διαταραχές, όπως προβλήματα στην όραση, πόνο στην μέση, υψηλή αρτηριακή πίεση ή διαβήτη, με το ίδιο σκεπτικό πρέπει να αποδεχτούμε ότι είναι φυσιολογικό να είναι κάποιος ψυχιατρικά άρρωστος ελαφριά ή βαριά, βραχυχρόνια ή μακροχρόνια σε κάποιο σημείο της ζωής του.


Γιατί όμως αυτό δεν συμβαίνει; Η απάντηση φαίνεται να είναι ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές έχουν πολύ μεγαλύτερο βαθμό στιγματισμού σε σύγκριση με τις άλλες ιατρικές παθήσεις. Οι άνθρωποι ανησυχούν ότι οι ψυχίατροι πιστεύουν ότι όλοι όσοι πηγαίνουν στο ιατρείο τους είναι τρελοί επειδή κάνουν το λάθος να εξισώνουν κάθε μορφή ψυχιατρικής ασθένειας με αυτό που φανταζόμαστε ως Τρέλα! Αλλά αυτό είναι σαν να εξισώνουμε έναν βήχα με φυματίωση ή καρκίνο του πνεύμονα. Για να είναι μικρότερος ή να εξαφανιστεί και τελείως το στίγμα, η ψυχιατρική πρέπει να υποστηρίξει ένα συνεχές μοντέλο ψυχικής υγείας αντί να διατηρήσει μια αποκλειστική εστίαση στις σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Εάν η γενική ιατρική μπορεί να λειτουργήσει μέσα σε μια συνεχή εικόνα της σωματικής υγείας και της ασθένειας, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η ψυχιατρική δεν μπορεί να κάνει το ίδιο.

Η κριτική αυτής της άποψης προέρχεται από την ανησυχία για το είδος παρέμβασης που προσφέρεται στο υγιέστερο τέλος του συνεχούς. Εάν το εύρος της ψυχιατρικής διευρύνεται, τα ψυχιατρικά φάρμακα θα είναι υπερβολικά συνταγογραφημένα, όπως ήδη υποστηρίζεται πως συμβαίνει με διεγερτικά όπως η μεθυλφαινιδάτη (Ritalin) για διαταραχή υπερκινητικότητας και έλλειψης προσοχής (ADHD); Αυτή η ανησυχία αξίζει να σημειωθεί, δεδομένης της αβέβαιης αποτελεσματικότητας των φαρμάκων για ασθενείς που δεν πληρούν τα συγκεκριμένα κριτήρια. Για παράδειγμα, μια μελέτη του 2008 του ψυχολόγου του Χάρβαρντ, Irving Kirsch, που δημοσιεύτηκε στην ιατρική του PLOS, διαπίστωσε ότι, για τις ήπιες μορφές κατάθλιψης, τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι συχνά καλύτερο από το placebo. Παρομοίως, πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι τα παιδιά που διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν ψύχωση - αλλά δεν μπορούν να διαγνωστούν ακόμα - θα μπορούσαν να ωφεληθούν περισσότερο από μία καλή διατροφή (πχ. πλούσιο σε ιχθυέλαιο, σύμφωνα με μερικούς) ή την ψυχοθεραπεία από τα αντιψυχωσικά φάρμακα ή ακόμη και τον αθλητισμό.


Στο τέλος, η χρήση φαρμάκων ή όχι απαιτεί μελέτες από ειδικούς. Αν και εξ ορισμού το όφελος των φαρμάκων μειώνεται στους ανθρώπους που έχουν μικρότερα προβλήματα, (τα οφέλη δεν είναι τα ίδια όταν δίνεις μια ασπιρίνη σε έναν ασθενή με δέκατα και σε ένα άλλο που έχει 40 πυρετό) - εάν δεν είναι τόσο άρρωστος, ο βαθμός βελτίωσης θα είναι μικρότερος, δεν χρειάζεται να απορρίψουμε τη φαρμακοθεραπεία στο υγιέστερο τέλος του φάσματος, εφόσον τα φάρμακα είναι ασφαλή και αποτελεσματικά. Φυσικά, τα φάρμακα δεν είναι καραμέλα - τα περισσότερα έχουν έναν μακρύ κατάλογο δυνητικών παρενεργειών που κυμαίνονται από ασήμαντα έως απειλητικά για τη ζωή. Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο τέτοια φάρμακα απαιτούν ιατρική συνταγή από γιατρό και γιατί πολλοί ψυχίατροι είναι σκεπτικοί σχετικά με προτάσεις για τη χορήγηση προνομίων συνταγογράφησης σε επαγγελματίες υγείας με πολύ λιγότερη ιατρική εκπαίδευση.

Για αυτό το λόγο ίσως σε τέτοιες περιπτώσεις φρονιμότερο θα ήταν να κοιτάξουμε άλλων μορφών αντιμετώπισης όπως η ήπια άσκηση που υπάρχουν πολλές μελέτες που δείχνουν τα σημαντικά οφέλη στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.


Οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν πως η φαρμακευτική κατανάλωση στα «υγιέστερα» άτομα θα αυξηθεί στο μέλλον καθώς αναπτύσσονται ασφαλέστερα φάρμακα, όπως συνέβη και μετά την αντικατάσταση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών (TCA) από τους επιλεκτικούς αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Ταυτόχρονα όμως, η στροφή προς τη φαρμακευτική αγωγή για το υγιέστερο τέλος του συνεχούς ανοίγει ένα μονοπάτι όχι μόνο για τη μεγιστοποίηση της ευεξίας αλλά για την ενίσχυση της φυσιολογικής λειτουργίας μέσω της «καλλυντικής» παρέμβασης.

Τελικά, η διαθεσιμότητα των φαρμάκων που ενισχύουν τη λειτουργία του εγκεφάλου ή μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα από το φυσιολογικό θα οδηγηθεί από τη ζήτηση των καταναλωτών και όχι από τα μακιαβελιανά σχέδια των ψυχιάτρων και των φαρμακοβιομηχανιών. Η νόμιμη χρήση ναρκωτικών για να αλλάξουμε την διάθεση μας είναι ήδη σχεδόν πανταχού παρούσα. Παίρνουμε Ritalin, modafinil (Provigil), ή απλώς το καθημερινό μας φλιτζάνι καφεΐνης για να μας βοηθήσετε να εστιάσουμε, να μείνουμε ξύπνιοι και να προλάβουμε αυτή την προθεσμία στη δουλειά. Άλλοι χρησιμοποιούν το αλκοόλ ή τη μαριχουάνα για να χαλαρώσουνε στο τέλος της ημέρας. Εάν ένα είδος αναβολικού στεροειδούς για τον εγκέφαλο δημιουργηθεί, πείτε ένα χάπι που θα μπορούσε να αυξήσει το IQ κατά μέσο όρο 10 μονάδες με ελάχιστες παρενέργειες, υπάρχει κάποια αμφιβολία ότι πολλοί άνθρωποι δεν θα το έπαιρναν; Η καλλυντική ψυχιατρική είναι μια πολύ πραγματική προοπτική για το μέλλον, με τις μυριάδες ηθικές και δεοντολογικές συνέπειες. Αλλά τώρα ανοίγουμε ένα άλλο θέμα.


Μένοντας στους πάσχοντες ψυχικής υγείας τα καλά νέα είναι ότι οι υπάρχουν πολλοί πλέον ειδικοί που μπορούν να βοηθήσουν (ακόμη και τους ίδιους τους ψυχιάτρους - καθώς και αυτοί άνθρωποι είναι). Χωρίς ταμπού αναζητήστε έναν ειδικό εάν νιώθετε άσχημα, ξεφύγετε από το τι θα πουν γείτονες και συγγενείς και εμπιστευτείτε τους. Ένας καλός ιατρός βασίζεται στην κλινική εμπειρία του για να κατανοήσει αυτό που βασανίζει τον πάσχοντα και στη συνέχεια να προσφέρει μια εξατομικευμένη θεραπεία που θα τον βοηθήσει να συνεχίσει την ζωή του με το καλύτερο δυνατό τρόπο είτε αυτός λέγεται ψυχίατρος ή ενδοκρινολόγος ή καρδιολόγος.

Ps. Πολλές από τις πληροφορίες και απόψεις που γράφονται εδώ προέρχονται από ένα πολύ ωραίο άρθρο που διάβασα πρόσφατα και συμβαδίζει και με τις δικές μου προσωπικές απόψεις. Το άρθρο μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Ο Βαγγέλης Θέος είναι εμπνευστής της πρωτοβουλίας «Οικοδράσεις για Όλους». Σπούδασε Περιβαλλοντολόγος με εξειδίκευση στην ενέργεια και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία αποκτώντας μεταπτυχιακό στην Έρευνα στο δομημένο περιβάλλον εστιάζοντας στις συγκοινωνίες και τα Άτομα με Αναπηρίες. Η όρεξη για μάθηση όμως δεν σταμάτησε εκεί. Συνέχισε στην ψυχολογία αποκτώντας Master στις Ψυχαναλυτικές Σπουδές. Εργάζεται ανελλιπώς από μικρή ηλικία σε ότι δουλειά βρίσκει. Αθλητής από τότε που θυμάται τον εαυτό του, μια περίοδος ήταν πρωταθλητής Ελλάδος στο Shidokan Karate, άλλοτε ο πιο γρήγορος στο τρέξιμο σε τοπικούς αγώνες και μια εποχή μέλος της Εθνικής Ελλάδος στο αγώνισμα της Αναρρίχησης. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται με παιδιά και ενήλικες εμψυχώνοντας τα να πιστέψουν στον εαυτό τους και να περάσουν όμορφα κάνοντας καγιάκ, αναρρίχηση, ποδηλασία. Παράλληλα έχει πιστέψει πως αξίζει να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, παράτησε μία δουλειά που πολλοι θα ήθελαν και δημιούργησε μαζί με φίλους μια ΚοινΣΕπ για να τα κάνει πραγματικότητα.

bottom of page